χοιρέμπορος

χοιρέμπορος
χοιρ-έμπορος, ,
A pig-dealer, Sardis 7(1).159 (iii A. D.), PGiss.40 ii 18 (iii A. D.); restd. in PCair.Zen.331.10 (iii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χοιρέμπορος — ο, ΝΜΑ ζωέμπορος που εμπορεύεται χοίρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + ἔμπορος (πρβλ. καμηλ έμπορος)] …   Dictionary of Greek

  • έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… …   Dictionary of Greek

  • χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι …   Dictionary of Greek

  • χοιριδιέμπορος — ὁ, Α χοιρέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοιρίδιον + ἔμπορος (πρβλ. καμηλ έμπορος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”